νεωτεροποιια

νεωτεροποιια
    νεωτεροποιΐα
    νεωτερο-ποιΐα
    ἥ страсть к нововведениям, реформаторство
    

(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νεωτεροποιια" в других словарях:

  • νεωτεροποιία — νεωτεροποιίᾱ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc/acc dual νεωτεροποιίᾱ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεροποιία — νεωτεροποιΐα, ἡ (ΑΜ) [νεωτεροποιός] μσν. στάση, κίνημα, επαναστατική κίνηση αρχ. το νεωτεριστικό πνεύμα («δείσαντες τῶν Άθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιΐαν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • νεωτεροποιίᾳ — νεωτεροποιίαι , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc pl νεωτεροποιίᾱͅ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεροποιίας — νεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem acc pl νεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεροποιίαι — νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc pl νεωτεροποιίᾱͅ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεροποιίαν — νεωτεροποιίᾱν , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεροποιίαις — νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»